- νεοίη
- νεοίη, ἡ, Jugendlichkeit, Jugendhitze
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
νεοίη — και νεοεία, ἡ (Α) (επικ. τ.) 1. νεότητα, νεανικό πάθος ή νεανική ορμή 2. ανώριμος τρόπος σκέψης, αφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητικό συμφυρμό τών νεότης και ἄνοια] … Dictionary of Greek
νεοίη — νεάω plough up pres opt act 3rd sg (epic ionic) νεόω renovate pres opt act 3rd sg νεοίη youthful passion fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοῖαι — νεοίη youthful passion fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοία — νεοίᾱ , νεοίη youthful passion fem nom/voc/acc dual νεοίᾱ , νεοίη youthful passion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοεία — νεοεία, ἡ (Α) βλ. νεοίη … Dictionary of Greek
νεότητα — και νιότη και νιότης, η (ΑΜ νεότης, Μ και νεότη, Α δωρ. και κρητ. τ. νεότας και επικ. τ. νεοίη) [νέος] 1. η ιδιότητα τού νέου, η νεανική ηλικία, τα νιάτα (α. «στην καρδιά μου τη θλιμμένη την νεότητα ευθυμεί», Σολωμ. β. «ἁ νεότας μοι φίλον, ἄχθος… … Dictionary of Greek